- ἀνάλκιδα
- ἄναλκιςwithout strengthfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άναλκις — ἄναλκις ( ιδος), ο, η (Α) 1. ασθενής, αδύναμος, ανίσχυρος 2. άνανδρος, δειλός, απειροπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή «δύναμη». Τό ι τού τ. είναι σπάνιο και πολύ παλαιό. Η λ. στην αιτιατ. απαντά και ως ἀνάλκιδα (Ιλ. Θ 153 κ.α.) και ως ἄναλκιν (Οδ. γ… … Dictionary of Greek